μάσσα

μάσσα
μάσσα, ἡ (ΑM)
μσν.
1. πετρώδης όγκος
2. το σύνολο τών πολεμικών ειδών και όλων τών δημόσιων πραγμάτων
αρχ.
περιγεγραμμένο τμήμα εδάφους, αγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. massa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαστρομασσάρος — μαστρομασσάρος, ὁ (Μ) ανώτατος οικονομικός υπάλληλος στην Επτάνησο, τού οποίου έργο ήταν η φύλαξη τής μάσσας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστρος + μασσάρος (< μάσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”